ἑτοιμόπτωτος

ἑτοιμόπτωτος
ἑτοιμόπτωτος
inclined to fall
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ετοιμόπτωτος — ἑτοιμόπτωτος, ον (Α) ο έτοιμος να πέσει, ο υποκείμενος ή επιρρεπής σε πτώση ή σε ολίσθηση, ο επισφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πτωτός (< πίπτω)] …   Dictionary of Greek

  • ἑτοιμόπτωτον — ἑτοιμόπτωτος inclined to fall masc/fem acc sg ἑτοιμόπτωτος inclined to fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”